Translation meaning & definition of the word "malaria" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαλαρία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Malaria
[Ελονοσία]/məlɛriə/
noun
1. An infective disease caused by sporozoan parasites that are transmitted through the bite of an infected anopheles mosquito
- Marked by paroxysms of chills and fever
- synonym:
- malaria
1. Μια μολυσματική ασθένεια που προκαλείται από σποροζωικά παράσιτα που μεταδίδονται μέσω του δαγκώματος ενός μολυσμένου κουνουπιού ανοφελών
- Χαρακτηρίζεται από παροξυσμούς ρίγη και πυρετό
- συνώνυμο:
- ελονοσία