Translation meaning & definition of the word "malady" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαλαντία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Malady
[Μαλάντι]/mælədi/
noun
1. Any unwholesome or desperate condition
- "What maladies afflict our nation?"
- synonym:
- malady
1. Οποιαδήποτε ανθυγιεινή ή απελπιστική κατάσταση
- "Ποιες ασθένειες πλήττουν το έθνος μας?"
- συνώνυμο:
- ασθένεια
2. Impairment of normal physiological function affecting part or all of an organism
- synonym:
- illness ,
- unwellness ,
- malady ,
- sickness
2. Διαταραχή της φυσιολογικής λειτουργίας που επηρεάζει μέρος ή όλο τον οργανισμό
- συνώνυμο:
- ασθένεια ,
- ακαταστασία