Translation meaning & definition of the word "maladroit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαλαντρόιτ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Maladroit
[Μαλαντρόιτ]/mælədrɔɪt/
adjective
1. Not adroit
- "A maladroit movement of his hand caused the car to swerve"
- "A maladroit translation"
- "Maladroit propaganda"
- synonym:
- maladroit
1. Όχι απαίσια
- "Μια κίνηση του χεριού του προκάλεσε το αυτοκίνητο να τραβήξει"
- "Μετάφραση του μαλαντρόιτ"
- "Προπαγάνδα του μαλαντρόιτ"
- συνώνυμο:
- μαλαντρόιτ