Translation meaning & definition of the word "makeshift" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανακατεύθυνση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Makeshift
[Αποτύπωση]/mekʃɪft/
noun
1. Something contrived to meet an urgent need or emergency
- synonym:
- makeshift ,
- stopgap ,
- make-do
1. Κάτι που επινοήθηκε για να καλύψει μια επείγουσα ανάγκη ή έκτακτη ανάγκη
- συνώνυμο:
- αυτοσχέδιοσ ,
- παραπατώ ,
- παίρνω
adjective
1. Done or made using whatever is available
- "Crossed the river on improvised bridges"
- "The survivors used jury-rigged fishing gear"
- "The rock served as a makeshift hammer"
- synonym:
- improvised ,
- jury-rigged ,
- makeshift
1. Γίνεται ή γίνεται χρησιμοποιώντας ό, τι είναι διαθέσιμο
- "Διασχίζοντας το ποτάμι σε αυτοσχέδιες γέφυρες"
- "Οι επιζώντες χρησιμοποίησαν αλιευτικά εργαλεία με κριτική επιτροπή"
- "Ο βράχος χρησίμευσε ως αυτοσχέδιο σφυρί"
- συνώνυμο:
- αυτοσχεδιασμένο ,
- κριτική επιτροπή ,
- αυτοσχέδιοσ