Translation meaning & definition of the word "majority" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλειοψηφία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Majority
[Πλειοψηφία]/məʤɔrəti/
noun
1. The property resulting from being or relating to the greater in number of two parts
- The main part
- "The majority of his customers prefer it"
- "The bulk of the work is finished"
- synonym:
- majority ,
- bulk
1. Το ακίνητο που προκύπτει από το να είναι ή να σχετίζεται με το μεγαλύτερο σε αριθμό δύο μερών
- Το κύριο μέρος
- "Η πλειοψηφία των πελατών του το προτιμά"
- "Το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας έχει τελειώσει"
- συνώνυμο:
- πλειοψηφία ,
- μαζικός
2. (elections) more than half of the votes
- synonym:
- majority ,
- absolute majority
2. (-ηλεκτρονικό ) περισσότερες από τις μισές ψήφους
- συνώνυμο:
- πλειοψηφία ,
- απόλυτη πλειοψηφία
3. The age at which persons are considered competent to manage their own affairs
- synonym:
- majority ,
- legal age
3. Την ηλικία κατά την οποία τα άτομα θεωρούνται ικανά να διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους
- συνώνυμο:
- πλειοψηφία ,
- νόμιμη ηλικία
Examples of using
"I consider this fair, since effort will get one farther in life than ease of understanding anyway." "Says the man that seems to have skated by through a majority of life on ease of understanding...?"
"Θεωρώ αυτό το δίκαιο, αφού η προσπάθεια θα πάρει ένα μακρύτερο στη ζωή από την ευκολία της κατανόησης ούτως ή άλλως." "Λέει ο άνθρωπος που φαίνεται να έχει κάνει πατινάζ μέσα από την πλειοψηφία της ζωής με ευκολία στην κατανόηση...?"
I have no strong opinion about the matter, so whatever the majority thinks is good is OK with me.
Δεν έχω καμία ισχυρή άποψη για το θέμα, οπότε ό, τι πιστεύει η πλειοψηφία είναι καλό είναι ΟΚ μαζί μου.
Protestants were in the majority.
Οι προτεστάντες ήταν στην πλειοψηφία.