Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "major" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεγαλείο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Major

[Σημαντικός]
/meʤər/

noun

1. A commissioned military officer in the united states army or air force or marines

  • Below lieutenant colonel and above captain
    synonym:
  • major

1. Ένας ανατεθειμένος στρατιωτικός αξιωματικός στον στρατό των ηνωμένων πολιτειών ή στην πολεμική αεροπορία ή στους πεζοναύτες

  • Κάτω από τον υπολοχαγό συνταγματάρχη και πάνω από τον καπετάνιο
    συνώνυμο:
  • μεγάλος

2. British statesman who was prime minister from 1990 until 1997 (born in 1943)

    synonym:
  • Major
  • ,
  • John Major
  • ,
  • John R. Major
  • ,
  • John Roy Major

2. Βρετανός πολιτικός που ήταν πρωθυπουργός από το 1990 μέχρι το 1997 (γννημένος το 1943)

    συνώνυμο:
  • Σημαντικός
  • ,
  • Τζον Μπάιντερ
  • ,
  • Τζον Ρ. Σημαντικός
  • ,
  • Τζον Ρόι ταγματάρχης

3. A university student who is studying a particular field as the principal subject

  • "She is a linguistics major"
    synonym:
  • major

3. Ένας φοιτητής πανεπιστημίου που μελετά ένα συγκεκριμένο πεδίο ως κύριο θέμα

  • "Είναι μεγάλη γλωσσολογία"
    συνώνυμο:
  • μεγάλος

4. The principal field of study of a student at a university

  • "Her major is linguistics"
    synonym:
  • major

4. Το κύριο πεδίο σπουδών ενός φοιτητή σε ένα πανεπιστήμιο

  • "Το κύριο της είναι η γλωσσολογία"
    συνώνυμο:
  • μεγάλος

verb

1. Have as one's principal field of study

  • "She is majoring in linguistics"
    synonym:
  • major

1. Να έχετε ως κύριο πεδίο σπουδών κάποιου

  • "Συμμετέχει στη γλωσσολογία"
    συνώνυμο:
  • μεγάλος

adjective

1. Of greater importance or stature or rank

  • "A major artist"
  • "A major role"
  • "Major highways"
    synonym:
  • major

1. Μεγαλύτερης σημασίας ή αναστήματος ή κατάταξης

  • "Μεγάλος καλλιτέχνης"
  • "Σημαντικός ρόλος"
  • "Μεγάλοι αυτοκινητόδρομοι"
    συνώνυμο:
  • μεγάλος

2. Greater in scope or effect

  • "A major contribution"
  • "A major improvement"
  • "A major break with tradition"
  • "A major misunderstanding"
    synonym:
  • major

2. Μεγαλύτερο πεδίο εφαρμογής ή αποτέλεσμα

  • "Μια σημαντική συνεισφορά"
  • "Μια σημαντική βελτίωση"
  • "Ένα μεγάλο διάλειμμα με την παράδοση"
  • "Μια μεγάλη παρεξήγηση"
    συνώνυμο:
  • μεγάλος

3. Greater in number or size or amount

  • "A major portion (a majority) of the population"
  • "Ursa major"
  • "A major portion of the winnings"
    synonym:
  • major

3. Μεγαλύτερος στον αριθμό ή το μέγεθος ή το ποσό

  • "Μεγάλο τμήμα (α πλειοψηφία) του πληθυσμού"
  • "Μεγάλος της ουρσά"
  • "Μεγάλο μέρος των κερδών"
    συνώνυμο:
  • μεγάλος

4. Of the field of academic study in which one concentrates or specializes

  • "His major field was mathematics"
    synonym:
  • major

4. Στον τομέα της ακαδημαϊκής μελέτης στον οποίο συγκεντρώνεται ή ειδικεύεται κανείς

  • "Το κύριο πεδίο του ήταν τα μαθηματικά"
    συνώνυμο:
  • μεγάλος

5. Of a scale or mode

  • "Major scales"
  • "The key of d major"
    synonym:
  • major

5. Μιας κλίμακας ή λειτουργίας

  • "Μεγάλες κλίμακες"
  • "Το κλειδί του δ μεγάλου"
    συνώνυμο:
  • μεγάλος

6. Of greater seriousness or danger

  • "A major earthquake"
  • "A major hurricane"
  • "A major illness"
    synonym:
  • major

6. Μεγαλύτερη σοβαρότητα ή κίνδυνο

  • "Μεγάλος σεισμός"
  • "Μεγάλος τυφώνας"
  • "Μια μεγάλη ασθένεια"
    συνώνυμο:
  • μεγάλος

7. Of full legal age

    synonym:
  • major

7. Πλήρης νόμιμη ηλικία

    συνώνυμο:
  • μεγάλος

8. Of the elder of two boys with the same family name

  • "Jones major"
    synonym:
  • major(ip)

8. Από τα μεγαλύτερα από δύο αγόρια με το ίδιο όνομα οικογένειας

  • "Τζόουνς μεγάλος"
    συνώνυμο:
  • μείζο()<TAG1>

Examples of using

Driver fatigue is a major cause of car accidents.
Η κόπωση του οδηγού είναι μια σημαντική αιτία των αυτοκινητιστικών ατυχημάτων.
What are some of Australia's major exports?
Ποιες είναι οι μεγαλύτερες εξαγωγές της Αυστραλίας?
What did you major in?
Σε τι σηματοδοτήσατε?