Translation meaning & definition of the word "majesty" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεγαλειότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Majesty
[Μεγαλειότητα]/mæʤəsti/
noun
1. Impressiveness in scale or proportion
- synonym:
- stateliness ,
- majesty ,
- loftiness
1. Εντυπωσιακότητα σε κλίμακα ή αναλογία
- συνώνυμο:
- αναγκαιότητα ,
- μεγαλειότητα ,
- υψηλότητα