Translation meaning & definition of the word "maimed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θεματοποιημένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Maimed
[Αναφώνησε]/memd/
noun
1. People who are wounded
- "They had to leave the wounded where they fell"
- synonym:
- wounded ,
- maimed
1. Ανθρώπους που τραυματίστηκαν
- "Έπρεπε να αφήσουν τους τραυματίες εκεί που έπεσαν"
- συνώνυμο:
- τραυματισμένος ,
- ακρωτηριασμένοσ
adjective
1. Having a part of the body crippled or disabled
- synonym:
- maimed ,
- mutilated
1. Έχοντας ένα μέρος του σώματος ανάπηρο ή ανάπηρο
- συνώνυμο:
- ακρωτηριασμένοσ ,
- ακρωτηριασμένο