Translation meaning & definition of the word "mailman" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ηλεκτρονικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mailman
[Ταχυδρόμος]/melmæn/
noun
1. A man who delivers the mail
- synonym:
- mailman ,
- postman ,
- mail carrier ,
- letter carrier ,
- carrier
1. Ένας άνθρωπος που παραδίδει το ταχυδρομείο
- συνώνυμο:
- ταχυδρόμος ,
- φορέας ταχυδρομείου ,
- φορέας επιστολής ,
- μεταφορέας
Examples of using
The mailman just delivered a parcel.
Ο ταχυδρόμος μόλις παρέδωσε ένα δέμα.
Has the mailman delivered a package for me?
Έχει παραδώσει ένα πακέτο για μένα?
Has the mailman already come?
Έχει έρθει ο ταχυδρόμος?