Translation meaning & definition of the word "mailer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μαιλέτα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mailer
[Ταχυδρομών]/melər/
noun
1. United states writer (born in 1923)
- synonym:
- Mailer ,
- Norman Mailer
1. Ηνωμένες πολιτείες συγγραφέας (γννήθηκε το 1923)
- συνώνυμο:
- Ταχυδρομών ,
- Νόρμαν Μέιλερ
2. A person who mails something
- synonym:
- mailer
2. Ένας άνθρωπος που στέλνει κάτι
- συνώνυμο:
- ταχυδρόμος
3. An advertisement that is sent by mail
- synonym:
- mailer
3. Μια διαφήμιση που αποστέλλεται μέσω ταχυδρομείου
- συνώνυμο:
- ταχυδρόμος
4. A container for something to be mailed
- synonym:
- mailer
4. Ένα δοχείο για να ταχυδρομηθεί κάτι
- συνώνυμο:
- ταχυδρόμος