Translation meaning & definition of the word "mailbag" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τσάντα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mailbag
[Ταχυδρομείο]/melbæg/
noun
1. Pouch used in the shipment of mail
- synonym:
- mailbag ,
- mail pouch
1. Θήκη που χρησιμοποιείται στην αποστολή του ταχυδρομείου
- συνώνυμο:
- ταχυδρομική υπηρεσία ,
- θήκη αλληλογραφίας
2. Letter carrier's shoulder bag
- "In britain they call a mailbag a postbag"
- synonym:
- mailbag ,
- postbag
2. Τσάντα ώμου του μεταφορέα επιστολών
- "Στη βρετανία αποκαλούν μια ταχυδρομική τσάντα"
- συνώνυμο:
- ταχυδρομική υπηρεσία ,
- ταχυδρομική τσάντα