Translation meaning & definition of the word "magnetism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαγνητισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Magnetism
[Μαγνητισμόσ]/mægnətɪzəm/
noun
1. Attraction for iron
- Associated with electric currents as well as magnets
- Characterized by fields of force
- synonym:
- magnetism ,
- magnetic attraction ,
- magnetic force
1. Έλξη για σίδηρο
- Συνδέεται με ηλεκτρικά ρεύματα καθώς και μαγνήτες
- Χαρακτηρίζεται από πεδία δύναμης
- συνώνυμο:
- μαγνητισμόσ ,
- μαγνητική έλξη ,
- μαγνητική δύναμη
2. The branch of science that studies magnetism
- synonym:
- magnetism ,
- magnetics
2. Ο κλάδος της επιστήμης που μελετά τον μαγνητισμό
- συνώνυμο:
- μαγνητισμόσ ,
- μαγνητικά
Examples of using
Your eyes have a certain magnetism.
Τα μάτια σας έχουν έναν ορισμένο μαγνητισμό.