Translation meaning & definition of the word "magnet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαγνήτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Magnet
[Μαγνήτης]/mægnət/
noun
1. (physics) a device that attracts iron and produces a magnetic field
- synonym:
- magnet
1. (φυσική) μια συσκευή που προσελκύει το σίδηρο και παράγει ένα μαγνητικό πεδίο
- συνώνυμο:
- μαγνήτης
2. A characteristic that provides pleasure and attracts
- "Flowers are an attractor for bees"
- synonym:
- attraction ,
- attractor ,
- attracter ,
- attractive feature ,
- magnet
2. Ένα χαρακτηριστικό που προσφέρει ευχαρίστηση και προσελκύει
- "Τα λουλούδια είναι έλκηθρο για τις μέλισσες"
- συνώνυμο:
- αξιοθέατο ,
- προσέλκυσησ ,
- προσελκυστήσ ,
- ελκυστικό χαρακτηριστικό γνώρισμα ,
- μαγνήτης
Examples of using
Tom is enrolled in a magnet school.
Ο Τομ είναι εγγεγραμμένος σε σχολή μαγνητών.
This is a horseshoe magnet.
Αυτός είναι ένας μαγνήτης πετάλων.
The Earth is like a ball with a large magnet inside.
Η Γη είναι σαν μια μπάλα με ένα μεγάλο μαγνήτη μέσα.