Translation meaning & definition of the word "magnesium" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαγνήσιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Magnesium
[Μαγνήσιο]/mægniziəm/
noun
1. A light silver-white ductile bivalent metallic element
- In pure form it burns with brilliant white flame
- Occurs naturally only in combination (as in magnesite and dolomite and carnallite and spinel and olivine)
- synonym:
- magnesium ,
- Mg ,
- atomic number 12
1. Ένα ελαφρύ ασημί-λευκό όλκιμο δισθενές μεταλλικό στοιχείο
- Σε καθαρή μορφή καίει με λαμπρή λευκή φλόγα
- Εμφανίζεται φυσικά μόνο σε συνδυασμό ( σε μαγνησίτη και δολομίτη και καρναλλίτη και σπινέλ και ολιβιν)
- συνώνυμο:
- μαγνήσιο ,
- Μγ ,
- ατομικός αριθμός 12