Translation meaning & definition of the word "magnate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεγαλύτερη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Magnate
[Μαγνητικό]/mægnət/
noun
1. A very wealthy or powerful businessman
- "An oil baron"
- synonym:
- baron ,
- big businessman ,
- business leader ,
- king ,
- magnate ,
- mogul ,
- power ,
- top executive ,
- tycoon
1. Ένας πολύ πλούσιος ή ισχυρός επιχειρηματίας
- "Ένας βαρόνος πετρελαίου"
- συνώνυμο:
- βαρόνος ,
- μεγάλος επιχειρηματίας ,
- επιχειρηματίας ηγέτης ,
- βασιλιάς ,
- μεγιστάνασ ,
- μογκούλ ,
- δύναμη ,
- κορυφαίος εκτελεστικός ,
- τυκόο