Translation meaning & definition of the word "magnanimous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεγαλόψυχα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Magnanimous
[Μεγαλόψυχα]/mægnænəməs/
adjective
1. Noble and generous in spirit
- "A greathearted general"
- "A magnanimous conqueror"
- synonym:
- greathearted ,
- magnanimous
1. Ευγενής και γενναιόδωρος στο πνεύμα
- "Θαυμάσιος στρατηγός"
- "Ένας μεγαλόψυχος κατακτητής"
- συνώνυμο:
- ευγενικόσ ,
- μεγαλόψυχα
2. Generous and understanding and tolerant
- "A heart big enough to hold no grudges"
- "That's very big of you to be so forgiving"
- "A large and generous spirit"
- "A large heart"
- "Magnanimous toward his enemies"
- synonym:
- big ,
- large ,
- magnanimous
2. Γενναιόδωρη κατανόηση και ανοχή
- "Μια καρδιά αρκετά μεγάλη για να μην κρατάει κακίες"
- "Αυτό είναι πολύ μεγάλο από εσάς να είστε τόσο συγχωρητικοί"
- "Μεγάλο και γενναιόδωρο πνεύμα"
- "Μεγάλη καρδιά"
- "Μεγαλειώδης προς τους εχθρούς του"
- συνώνυμο:
- μεγάλος ,
- μεγαλόψυχα