Translation meaning & definition of the word "magically" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαγεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Magically
[Μαγικά]/mæʤɪkəli/
adverb
1. In a magical manner
- "It disappeared magically"
- synonym:
- magically ,
- as if by magic
1. Με μαγικό τρόπο
- "Εξαφανίστηκε μαγικά"
- συνώνυμο:
- μαγικά ,
- σαν να είναι μαγικά
Examples of using
Hope is when you suddenly run to the kitchen like a mad man to check if the empty chocolate cookie box you just finished an hour ago is magically full again.
Ελπίδα είναι όταν ξαφνικά τρέχετε στην κουζίνα σαν τρελός άνδρας για να ελέγξετε αν το άδειο κουτί σοκολάτας που μόλις τελειώσατε.