Translation meaning & definition of the word "magenta" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ματζέντα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Magenta
[Ματζέντα]/məʤɛntə/
noun
1. A primary subtractive color for light
- A dark purple-red color
- The dye for magenta was discovered in 1859, the year of the battle of magenta
- synonym:
- magenta
1. Ένα πρωτεύον αφαιρετικό χρώμα για το φως
- Ένα σκούρο μωβ-κόκκινο χρώμα
- Η βαφή για τη ματζέντα ανακαλύφθηκε το 1859, το έτος της μάχης της ματζέντα
- συνώνυμο:
- ματζέντα
2. A battle in 1859 in which the french and sardinian forces under napoleon iii defeated the austrians under francis joseph i
- synonym:
- Magenta ,
- Battle of Magenta
2. Μια μάχη το 1859 στην οποία οι γαλλικές και σαρδηνικές δυνάμεις υπό τον ναπολέοντα ιιι νίκησαν τους αυστριακούς υπό τον φραγκίσκο ιωσήφ α
- συνώνυμο:
- Ματζέντα ,
- Μάχη της Ματζέντα
adjective
1. Of deep purplish red
- synonym:
- magenta
1. Από βαθύ πορφυρό κόκκινο
- συνώνυμο:
- ματζέντα