Translation meaning & definition of the word "mag" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μάγκ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mag
[Μαγεία]/mæg/
noun
1. A periodic publication containing pictures and stories and articles of interest to those who purchase it or subscribe to it
- "It takes several years before a magazine starts to break even or make money"
- synonym:
- magazine ,
- mag
1. Μια περιοδική δημοσίευση που περιέχει εικόνες και ιστορίες και άρθρα που ενδιαφέρουν όσους το αγοράζουν ή εγγράφονται σε αυτό
- "Παίρνει αρκετά χρόνια πριν ένα περιοδικό αρχίσει να σπάει ακόμη και ή να κερδίσει χρήματα"
- συνώνυμο:
- περιοδικό ,
- μαχαίρι