Translation meaning & definition of the word "maestro" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαέστρο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Maestro
[Μαέστρο]/maɪstroʊ/
noun
1. An artist of consummate skill
- "A master of the violin"
- "One of the old masters"
- synonym:
- maestro ,
- master
1. Ένας καλλιτέχνης της απόλυτης ικανότητας
- "Ένας κύριος του βιολιού"
- "Ένας από τους παλιούς αφέντες"
- συνώνυμο:
- μαέστρο ,
- κύριος