Translation meaning & definition of the word "madame" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυρία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Madame
[Κυρία]/mædəm/
noun
1. Title used for a married frenchwoman
- synonym:
- madame
1. Τίτλος που χρησιμοποιείται για μια παντρεμένη γαλλίδα
- συνώνυμο:
- κυρία