Translation meaning & definition of the word "mad" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυρία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mad
[Τρελός]/mæd/
adjective
1. Roused to anger
- "Stayed huffy a good while"- mark twain
- "She gets mad when you wake her up so early"
- "Mad at his friend"
- "Sore over a remark"
- synonym:
- huffy ,
- mad ,
- sore
1. Ξυπνάει σε θυμό
- "Στάθηκε απαίσια για λίγο" - μαρκ τουέιν
- "Τρελαίνεται όταν την ξυπνάτε τόσο νωρίς"
- "Ο φίλος του"
- "Πολεμήστε πάνω σε μια παρατήρηση"
- συνώνυμο:
- απαλός ,
- τρελός ,
- πονόλαιμος
2. Affected with madness or insanity
- "A man who had gone mad"
- synonym:
- brainsick ,
- crazy ,
- demented ,
- disturbed ,
- mad ,
- sick ,
- unbalanced ,
- unhinged
2. Επηρεάζεται από την τρέλα ή την τρέλα
- "Ένας άνθρωπος που είχε τρελαθεί"
- συνώνυμο:
- εγκέφαλοσ ,
- τρελός ,
- αποσυμπιεσμένοσ ,
- ενοχλημένος ,
- άρρωστος ,
- ανισόρροποσ ,
- αστείρευτοσ
3. Marked by uncontrolled excitement or emotion
- "A crowd of delirious baseball fans"
- "Something frantic in their gaiety"
- "A mad whirl of pleasure"
- synonym:
- delirious ,
- excited ,
- frantic ,
- mad ,
- unrestrained
3. Χαρακτηρίζεται από ανεξέλεγκτο ενθουσιασμό ή συναίσθημα
- "Ένα πλήθος παραληρηματικών οπαδών του μπέιζμπολ"
- "Κάτι ξέφρενο στην ευθυμία τους"
- "Μια τρελή ανεμοστρόβιλος ευχαρίστησης"
- συνώνυμο:
- παραληρηματικόσ ,
- ενθουσιασμένος ,
- ξέφρενοσ ,
- τρελός ,
- ανεξέλεγκτη
4. Very foolish
- "Harebrained ideas"
- "Took insane risks behind the wheel"
- "A completely mad scheme to build a bridge between two mountains"
- synonym:
- harebrained ,
- insane ,
- mad
4. Πολύ ανόητος
- "Εμπρηστικές ιδέες"
- "Πήρε τρελούς κινδύνους πίσω από το τιμόνι"
- "Ένα εντελώς τρελό σχέδιο για την κατασκευή μιας γέφυρας ανάμεσα σε δύο βουνά"
- συνώνυμο:
- αλεπού ,
- τρελός
Examples of using
What made Tom mad?
Τι έκανε τον Τομ τρελό?
Tom drove like mad.
Ο Τομ οδηγούσε σαν τρελός.
Tom is very mad at Mary.
Ο Τομ είναι πολύ τρελός με τη Μαίρη.