Translation meaning & definition of the word "machinist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μηχανικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Machinist
[Μηχανολόγοσ]/məʃinəst/
noun
1. A craftsman skilled in operating machine tools
- synonym:
- machinist ,
- mechanic ,
- shop mechanic
1. Ένας τεχνίτης ειδικευμένος στα εργαλεία λειτουργικών μηχανών
- συνώνυμο:
- μηχανικός ,
- μηχανικόσ ,
- μηχανικός καταστημάτων