Translation meaning & definition of the word "machinery" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μηχανήματα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Machinery
[Μηχανήματα]/məʃinəri/
noun
1. Machines or machine systems collectively
- synonym:
- machinery
1. Μηχανές ή συστήματα μηχανών συλλογικά
- συνώνυμο:
- μηχανήματα
2. A system of means and activities whereby a social institution functions
- "The complex machinery of negotiation"
- "The machinery of command labored and brought forth an order"
- synonym:
- machinery
2. Ένα σύστημα μέσων και δραστηριοτήτων με τα οποία λειτουργεί ένας κοινωνικός θεσμός
- "Τα πολύπλοκα μηχανήματα των διαπραγματεύσεων"
- "Ο μηχανισμός διοίκησης εργάστηκε και έφερε μια εντολή"
- συνώνυμο:
- μηχανήματα
Examples of using
The adjustment of the machinery was taken care of by engineers.
Η προσαρμογή των μηχανημάτων φροντίστηκε από τους μηχανικούς.