Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "machine" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μηχανή" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Machine

[Μηχανή]
/məʃin/

noun

1. Any mechanical or electrical device that transmits or modifies energy to perform or assist in the performance of human tasks

    synonym:
  • machine

1. Οποιαδήποτε μηχανική ή ηλεκτρική συσκευή που μεταδίδει ή τροποποιεί ενέργεια για να εκτελέσει ή να βοηθήσει στην απόδοση ανθρώπινων

    συνώνυμο:
  • μηχανή

2. An efficient person

  • "The boxer was a magnificent fighting machine"
    synonym:
  • machine

2. Ένα αποτελεσματικό άτομο

  • "Ο μπόξερ ήταν μια υπέροχη μηχανή μάχης"
    συνώνυμο:
  • μηχανή

3. An intricate organization that accomplishes its goals efficiently

  • "The war machine"
    synonym:
  • machine

3. Μια περίπλοκη οργάνωση που επιτυγχάνει τους στόχους της αποτελεσματικά

  • "Η πολεμική μηχανή"
    συνώνυμο:
  • μηχανή

4. A device for overcoming resistance at one point by applying force at some other point

    synonym:
  • machine
  • ,
  • simple machine

4. Μια συσκευή για την υπέρβαση της αντίστασης σε ένα σημείο με την εφαρμογή της δύναμης σε κάποιο άλλο σημείο

    συνώνυμο:
  • μηχανή
  • ,
  • απλή μηχανή

5. A group that controls the activities of a political party

  • "He was endorsed by the democratic machine"
    synonym:
  • machine
  • ,
  • political machine

5. Μια ομάδα που ελέγχει τις δραστηριότητες ενός πολιτικού κόμματος

  • "Εγκρίθηκε από τη δημοκρατική μηχανή"
    συνώνυμο:
  • μηχανή
  • ,
  • πολιτική μηχανή

6. A motor vehicle with four wheels

  • Usually propelled by an internal combustion engine
  • "He needs a car to get to work"
    synonym:
  • car
  • ,
  • auto
  • ,
  • automobile
  • ,
  • machine
  • ,
  • motorcar

6. Ένα μηχανοκίνητο όχημα με τέσσερις τροχούς

  • Συνήθως προωθείται από κινητήρα εσωτερικής καύσης
  • "Χρειάζεται ένα αυτοκίνητο για να φτάσει στη δουλειά"
    συνώνυμο:
  • αυτοκίνητο
  • ,
  • αυτόματος
  • ,
  • μηχανή

verb

1. Turn, shape, mold, or otherwise finish by machinery

    synonym:
  • machine

1. Στροφή, μορφή, μούχλα, ή με άλλο τρόπο φινίρισμα με μηχανήματα

    συνώνυμο:
  • μηχανή

2. Make by machinery

  • "The americans were machining while others still hand-made cars"
    synonym:
  • machine

2. Κάνετε με μηχανήματα

  • "Οι αμερικανοί κατεργαζόντουσαν ενώ άλλοι εξακολουθούσαν να είναι χειροποίητα αυτοκίνητα"
    συνώνυμο:
  • μηχανή

Examples of using

This machine takes your money and gives you nothing in return.
Αυτή η μηχανή παίρνει τα χρήματά σας και δεν σας δίνει τίποτα σε αντάλλαγμα.
Mihari is guarding the gate to Pinku Reiga's mansion. In spite of her harmless looks, she has earned herself a reputation as a cold-hearted, fierce and merciless killing machine.
Η Μιχάρι φυλάει την πύλη για το αρχοντικό του Πίνκου Ρέγα. Παρά την αβλαβή εμφάνισή της, έχει κερδίσει τη φήμη της ως μια ψυχρή, άγρια και ανελέητη μηχανή θανάτου.
I think that machine doesn't need any more broken parts. I can't achieve anything with my bare hands.
Νομίζω ότι η μηχανή δεν χρειάζεται άλλα σπασμένα μέρη. Δεν μπορώ να καταφέρω τίποτα με τα γυμνά μου χέρια.