Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "mace" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εγώ" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Mace

[Λεπτός]
/mes/

noun

1. (trademark) a liquid that temporarily disables a person

  • Prepared as an aerosol and sprayed in the face, it irritates the eyes and causes dizziness and immobilization
    synonym:
  • Mace
  • ,
  • Chemical Mace

1. (τραντεμαρκ) ένα υγρό που απενεργοποιεί προσωρινά ένα άτομο

  • Παρασκευάζεται ως αεροζόλ και ψεκάζεται στο πρόσωπο, ερεθίζει τα μάτια και προκαλεί ζάλη και ακινητοποίηση
    συνώνυμο:
  • Λεπτός
  • ,
  • Χημικός λειτουργός

2. An official who carries a mace of office

    synonym:
  • macebearer
  • ,
  • mace
  • ,
  • macer

2. Ένας αξιωματούχος που φέρει έναν αγώνα γραφείου

    συνώνυμο:
  • αραχνοφόροσ
  • ,
  • επιτήδειος
  • ,
  • μακρότερη

3. Spice made from the dried fleshy covering of the nutmeg seed

    synonym:
  • mace

3. Μπαχαρικό κατασκευασμένο από αποξηραμένο σαρκώδες κάλυμμα του σπόρου μοσχοκάρυδου

    συνώνυμο:
  • επιτήδειος

4. A ceremonial staff carried as a symbol of office or authority

    synonym:
  • mace

4. Ένα τελετουργικό προσωπικό που μεταφέρεται ως σύμβολο γραφείου ή εξουσίας

    συνώνυμο:
  • επιτήδειος