Translation meaning & definition of the word "macaw" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μακάν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Macaw
[Μακάο]/məkɔ/
noun
1. Long-tailed brilliantly colored parrot of central america and south america
- Among the largest and showiest of parrots
- synonym:
- macaw
1. Παπαγάλος με μεγάλη ουρά λαμπρά χρωματισμένος παπαγάλος της κεντρικής αμερικής και της νότιας αμερικής
- Ανάμεσα στους μεγαλύτερους και πιο επιδεικτικούς παπαγάλους
- συνώνυμο:
- μακάο