Translation meaning & definition of the word "macaroni" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μακαρόνι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Macaroni
[Μακαρόνια]/mækəroʊni/
noun
1. A british dandy in the 18th century who affected continental mannerisms
- "Yankee doodle stuck a feather in his cap and called it macaroni"
- synonym:
- macaroni
1. Ένας βρετανός δανδής τον 18ο αιώνα που επηρέασε τους ηπειρωτικούς τρόπους
- "Ο γιάνκης ντούντλ κόλλησε ένα φτερό στο καπάκι του και το ονόμασε μακαρόνι"
- συνώνυμο:
- μακαρόνια
2. Pasta in the form of slender tubes
- synonym:
- macaroni
2. Ζυμαρικά με τη μορφή λεπτών σωλήνων
- συνώνυμο:
- μακαρόνια
Examples of using
Cover the macaroni fully with water.
Καλύψτε τα μακαρόνια πλήρως με νερό.