Translation meaning & definition of the word "lyric" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λυρικός" στην ελληνική γλώσσα
Lyric
[Λυρικόσ]noun
1. The text of a popular song or musical-comedy number
- "His compositions always started with the lyrics"
- "He wrote both words and music"
- "The song uses colloquial language"
- synonym:
- lyric ,
- words ,
- language
1. Το κείμενο ενός δημοφιλούς αριθμού τραγουδιού ή μουσικής κωμωδίας
- "Οι συνθέσεις του ξεκίνησαν πάντα με τους στίχους"
- "Έγραψε τόσο λέξεις όσο και μουσική"
- "Το τραγούδι χρησιμοποιεί την καθομιλητική γλώσσα"
- συνώνυμο:
- λυρικόσ ,
- λέξεισ ,
- γλώσσα
2. A short poem of songlike quality
- synonym:
- lyric ,
- lyric poem
2. Ένα σύντομο ποίημα τραγουδιστικής ποιότητας
- συνώνυμο:
- λυρικόσ ,
- λυρικό ποίημα
verb
1. Write lyrics for (a song)
- synonym:
- lyric
1. Γράψτε στίχους για το τραγούδι (
- συνώνυμο:
- λυρικόσ
adjective
1. Expressing deep emotion
- "The dancer's lyrical performance"
- synonym:
- lyric ,
- lyrical
1. Εκφράζοντας βαθιά συναισθήματα
- "Η λυρική παράσταση του χορευτή"
- συνώνυμο:
- λυρικόσ
2. Used of a singer or singing voice that is light in volume and modest in range
- "A lyric soprano"
- synonym:
- lyric
2. Χρησιμοποιείται από έναν τραγουδιστή ή φωνή τραγουδιού που είναι ελαφριά σε όγκο και μέτρια σε εμβέλεια
- "Λυρική σοπράνο"
- συνώνυμο:
- λυρικόσ
3. Relating to or being musical drama
- "The lyric stage"
- synonym:
- lyric
3. Σχετικά με ή είναι μουσικό δράμα
- "Η λυρική σκηνή"
- συνώνυμο:
- λυρικόσ
4. Of or relating to a category of poetry that expresses emotion (often in a songlike way)
- "Lyric poetry"
- synonym:
- lyric
4. Από ή σχετίζονται με μια κατηγορία ποίησης που εκφράζει το συναίσθημα (συχνά με τραγουδιστικό τρόπο)
- "Λυρική ποίηση"
- συνώνυμο:
- λυρικόσ