Translation meaning & definition of the word "lynx" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λυξ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lynx
[Λυνξ]/lɪŋks/
noun
1. A text browser
- synonym:
- lynx
1. Ένα πρόγραμμα περιήγησης κειμένου
- συνώνυμο:
- λυνξ
2. Short-tailed wildcats with usually tufted ears
- Valued for their fur
- synonym:
- lynx ,
- catamount
2. Αγριόγατες με συνήθως φουντωτά αυτιά
- Εκτιμώνται για τη γούνα τους
- συνώνυμο:
- λυνξ ,
- καταπληκτικόσ