Translation meaning & definition of the word "lynch" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λευκό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lynch
[Λιντς]/lɪnʧ/
verb
1. Kill without legal sanction
- "The blood-thirsty mob lynched the alleged killer of the child"
- synonym:
- lynch
1. Σκοτώστε χωρίς νομική κύρωση
- "Ο αιμοδιψής όχλος λύνει τον υποτιθέμενο δολοφόνο του παιδιού"
- συνώνυμο:
- λιντς