Translation meaning & definition of the word "luxury" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πολυτέλεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Luxury
[Πολυτέλεια]/ləgʒəri/
noun
1. Something that is an indulgence rather than a necessity
- synonym:
- luxury
1. Κάτι που είναι επιείκεια και όχι αναγκαιότητα
- συνώνυμο:
- πολυτέλεια
2. The quality possessed by something that is excessively expensive
- synonym:
- lavishness ,
- luxury ,
- sumptuosity ,
- sumptuousness
2. Η ποιότητα που κατέχεται από κάτι που είναι υπερβολικά ακριβό
- συνώνυμο:
- πλουσιότητα ,
- πολυτέλεια ,
- υπερβολικότητα
3. Wealth as evidenced by sumptuous living
- synonym:
- luxury ,
- luxuriousness ,
- opulence ,
- sumptuousness
3. Πλούτος όπως αποδεικνύεται από την πλούσια ζωή
- συνώνυμο:
- πολυτέλεια ,
- αίσθημα ευφορίασ ,
- πλουσιότητα
Examples of using
Such luxury is beyond my reach.
Τέτοια πολυτέλεια είναι πέρα από την εμβέλειά μου.
They used to live in luxury.
Ζούσαν στην πολυτέλεια.
Taking a taxi is a luxury for me.
Το να πάρω ταξί είναι πολυτέλεια για μένα.