Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "luxuriant" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πολυτελής" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Luxuriant

[Πολυτελήσ]
/ləgʒəriənt/

adjective

1. Marked by complexity and richness of detail

  • "An elaborate lace pattern"
    synonym:
  • elaborate
  • ,
  • luxuriant

1. Χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα και πλούτο λεπτομέρειας

  • "Ένα περίτεχνο μοτίβο δαντέλα"
    συνώνυμο:
  • περίτεχνοσ
  • ,
  • πλούσια

2. Displaying luxury and furnishing gratification to the senses

  • "An epicurean banquet"
  • "Enjoyed a luxurious suite with a crystal chandelier and thick oriental rugs"
  • "Lucullus spent the remainder of his days in voluptuous magnificence"
  • "A chinchilla robe of sybaritic lavishness"
    synonym:
  • epicurean
  • ,
  • luxurious
  • ,
  • luxuriant
  • ,
  • sybaritic
  • ,
  • voluptuary
  • ,
  • voluptuous

2. Εμφάνιση πολυτέλειας και ικανοποίησης επίπλωσης στις αισθήσεις

  • "Επικουρικό συμπόσιο"
  • "Απόλαυσα μια πολυτελή σουίτα με κρυστάλλινο πολυέλαιο και χοντρά ανατολίτικα χαλιά"
  • "Ο λουκλός πέρασε το υπόλοιπο των ημερών του με πλήρη μεγαλοπρέπεια"
  • "Μια ρόμπα τσιντσιλά από συβαριτική πληρότητα"
    συνώνυμο:
  • επικούρειο
  • ,
  • πολυτελής
  • ,
  • πλούσια
  • ,
  • συβαριτική
  • ,
  • βολπτοκαλεκτό
  • ,
  • πληθωρικόσ

3. Produced or growing in extreme abundance

  • "Their riotous blooming"
    synonym:
  • exuberant
  • ,
  • lush
  • ,
  • luxuriant
  • ,
  • profuse
  • ,
  • riotous

3. Παράγεται ή αναπτύσσεται σε ακραία αφθονία

  • "Η ταραχώδης ανθοφορία τους"
    συνώνυμο:
  • πληθωρικό
  • ,
  • πλούσιος
  • ,
  • πλούσια
  • ,
  • αφθονία
  • ,
  • ταραχώδησ