Translation meaning & definition of the word "lute" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λαούτο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lute
[Λασπώνω]/lut/
noun
1. A substance for packing a joint or coating a porous surface to make it impervious to gas or liquid
- synonym:
- lute ,
- luting
1. Μια ουσία για τη συσκευασία μιας άρθρωσης ή επικάλυψη μιας πορώδους επιφάνειας για να το καταστήσει αδιαπέραστο αέριο ή υγρό
- συνώνυμο:
- λουτ ,
- λουλούδια
2. Chordophone consisting of a plucked instrument having a pear-shaped body, a usually bent neck, and a fretted fingerboard
- synonym:
- lute
2. Χορδόφωνο που αποτελείται από ένα όργανο με σχήμα αχλαδιού σώμα, ένα συνήθως λυγισμένο λαιμό και ένα τρυπημένο δακτυλικό πίνακα
- συνώνυμο:
- λουτ