Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "lustful" into Greek language

Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "γελοία" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Lustful

[Σκοτεινός]
/ləstfəl/

adjective

1. Characterized by lust

  • "Eluding the lubricious embraces of her employer"
  • "Her sensuous grace roused his lustful nature"
  • "Prurient literature"
  • "Prurient thoughts"
  • "A salacious rooster of a little man"
    synonym:
  • lubricious
  • ,
  • lustful
  • ,
  • prurient
  • ,
  • salacious

1. Χαρακτηρίζεται από λαγνεία

  • "Επαινώντας τις λιπαρές αγκαλιές του εργοδότη της"
  • "Η αισθησιακή χάρη της ξεσήκωσε τη λάγνα φύση του"
  • "Πρωτοποριακή λογοτεχνία"
  • "Πρωτοποριακές σκέψεις"
  • "Ένας αστραφτερός κόκορας ενός μικρού άνδρα"
    συνώνυμο:
  • λιπαντικόσ
  • ,
  • λάγνος
  • ,
  • ανθεκτικός
  • ,
  • αλατισμένοσ

2. Driven by lust

  • Preoccupied with or exhibiting lustful desires
  • "Libidinous orgies"
    synonym:
  • lascivious
  • ,
  • lewd
  • ,
  • libidinous
  • ,
  • lustful

2. Οδηγείται από τη λαγνεία

  • Απασχολημένος ή εκδηλώνοντας λαμπρές επιθυμίες
  • "Ελευθεριακά όργια"
    συνώνυμο:
  • λασπώδησ
  • ,
  • λουβδ
  • ,
  • λιβιδωτόσ
  • ,
  • λάγνος

3. Vigorously passionate

    synonym:
  • lustful
  • ,
  • lusty
  • ,
  • concupiscent

3. Έντονα παθιασμένος

    συνώνυμο:
  • λάγνος
  • ,
  • συμπύκνωση