Translation meaning & definition of the word "lust" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκόνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lust
[Σκόνη]/ləst/
noun
1. A strong sexual desire
- synonym:
- lecherousness ,
- lust ,
- lustfulness
1. Μια ισχυρή σεξουαλική επιθυμία
- συνώνυμο:
- λεκαντικότητα ,
- λαγνεία
2. Self-indulgent sexual desire (personified as one of the deadly sins)
- synonym:
- lust ,
- luxuria
2. Αυτοελλιπής σεξουαλική επιθυμία (προσωποποιημένη ως ένα από τα θανατηφόρα αμαρτήματα)
- συνώνυμο:
- λαγνεία ,
- λουξερία
verb
1. Have a craving, appetite, or great desire for
- synonym:
- crave ,
- hunger ,
- thirst ,
- starve ,
- lust
1. Έχετε μια λαχτάρα, όρεξη, ή μεγάλη επιθυμία για
- συνώνυμο:
- λαχταρώ ,
- πείνα ,
- δίψα ,
- λιμοκτονώ ,
- λαγνεία
Examples of using
Love is merely a lyrical way of referring to lust.
Η αγάπη είναι απλώς ένας λυρικός τρόπος αναφοράς στη λαγνεία.