Translation meaning & definition of the word "lure" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δελεασμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lure
[Δέλεαρ]/lʊr/
noun
1. Qualities that attract by seeming to promise some kind of reward
- synonym:
- lure ,
- enticement ,
- come-on
1. Ιδιότητες που προσελκύουν φαίνεται να υπόσχονται κάποιο είδος ανταμοιβής
- συνώνυμο:
- δένω ,
- περιπλοκή ,
- επαναλαμβάνω
2. Anything that serves as an enticement
- synonym:
- bait ,
- come-on ,
- hook ,
- lure ,
- sweetener
2. Οτιδήποτε χρησιμεύει ως δελεαστικό
- συνώνυμο:
- δόλωμα ,
- επαναλαμβάνω ,
- γάντζος ,
- δένω ,
- γλυκαντικό
3. Something used to lure fish or other animals into danger so they can be trapped or killed
- synonym:
- bait ,
- decoy ,
- lure
3. Κάτι που χρησιμοποιείται για να παρασύρει ψάρια ή άλλα ζώα σε κίνδυνο, ώστε να μπορούν να παγιδευτούν ή να σκοτωθούν
- συνώνυμο:
- δόλωμα ,
- ντεκόι ,
- δένω
verb
1. Provoke someone to do something through (often false or exaggerated) promises or persuasion
- "He lured me into temptation"
- synonym:
- entice ,
- lure ,
- tempt
1. Προκαλέστε κάποιον να κάνει κάτι μέσα από συχνά ψευδείς ή υπερβολικέςυ( υποσχέσεις ή πειθώ
- "Με παρέδωσε στον πειρασμό"
- συνώνυμο:
- προσελκύω ,
- δένω ,
- δελεάζω
Examples of using
No man can resist the lure of a woman.
Κανένας άντρας δεν μπορεί να αντισταθεί στο δέλεαρ μιας γυναίκας.