Translation meaning & definition of the word "lunge" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "γεύμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lunge
[Γεμίζω]/lənʤ/
noun
1. The act of moving forward suddenly
- synonym:
- lurch ,
- lunge
1. Η πράξη της προόδου ξαφνικά
- συνώνυμο:
- λαγκ ,
- παραφυάδα
2. (fencing) an attacking thrust made with one foot forward and the back leg straight and with the sword arm outstretched forward
- synonym:
- lunge ,
- straight thrust ,
- passado
2. (περίφραξη) μια επιθετική ώθηση γίνεται με το ένα πόδι προς τα εμπρός και το πίσω πόδι ευθεία και με το χέρι σπαθί τεντωμένο προς τα
- συνώνυμο:
- παραφυάδα ,
- ευθεία ώθηση ,
- πασάδο
verb
1. Make a thrusting forward movement
- synonym:
- lunge ,
- hurl ,
- hurtle ,
- thrust
1. Κάντε μια προωθητική κίνηση
- συνώνυμο:
- παραφυάδα ,
- βιάζω ,
- βομβαρδίζω ,
- ώθηση