Translation meaning & definition of the word "lunchroom" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γεύμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lunchroom
[Μεσημεριανό]/lənʧrum/
noun
1. A restaurant (in a facility) where lunch can be purchased
- synonym:
- lunchroom
1. Ένα εστιατόριο (σε μια εγκατάσταση) όπου μπορεί να αγοραστεί το μεσημεριανό γεύμα
- συνώνυμο:
- μεσημεριανό γεύμα