Translation meaning & definition of the word "lunch" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεσημέρι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lunch
[Μεσημεριανό]/lənʧ/
noun
1. A midday meal
- synonym:
- lunch ,
- luncheon ,
- tiffin ,
- dejeuner
1. Μεσημεριανό γεύμα
- συνώνυμο:
- μεσημεριανό ,
- τρελόσ ,
- τίφιν ,
- αποφεύγων
verb
1. Take the midday meal
- "At what time are you lunching?"
- synonym:
- lunch
1. Πάρτε το μεσημεριανό γεύμα
- "Τι ώρα γευματίζεις?"
- συνώνυμο:
- μεσημεριανό
2. Provide a midday meal for
- "She lunched us well"
- synonym:
- lunch
2. Παρέχετε ένα μεσημεριανό γεύμα για
- "Μας τράβηξε καλά"
- συνώνυμο:
- μεσημεριανό
Examples of using
I'm afraid I won't be able to have lunch with you today.
Φοβάμαι ότι δεν θα μπορέσω να γευματίσω μαζί σας σήμερα.
What are we going to have for lunch?
Τι θα πάρουμε για μεσημεριανό γεύμα?
I owe you a lunch.
Σου χρωστάω ένα μεσημεριανό.