Translation meaning & definition of the word "lunar" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σεληνιακό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lunar
[Σεληνιακός]/lunər/
adjective
1. Of or relating to or associated with the moon
- "Lunar surface"
- "Lunar module"
- synonym:
- lunar
1. Από ή σχετίζονται ή σχετίζονται με το φεγγάρι
- "Σεληνιακή επιφάνεια"
- "Σεληνιακή ενότητα"
- συνώνυμο:
- σεληνιακός