Translation meaning & definition of the word "lumberjack" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ξυλοκόπος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lumberjack
[Ξυλοκόποσ]/ləmbərʤæk/
noun
1. A person who fells trees
- synonym:
- lumberman ,
- lumberjack ,
- logger ,
- feller ,
- faller
1. Ένας άνθρωπος που έπεσε δέντρα
- συνώνυμο:
- ξυλοκόποσ ,
- καταγραφέασ ,
- πέφτων
2. A short warm outer jacket
- synonym:
- lumberjack ,
- lumber jacket
2. Ένα μικρό ζεστό εξωτερικό σακάκι
- συνώνυμο:
- ξυλοκόποσ ,
- ξυλοκόπι