Translation meaning & definition of the word "lumber" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αριθμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lumber
[Ξυλεία]/ləmbər/
noun
1. The wood of trees cut and prepared for use as building material
- synonym:
- lumber ,
- timber
1. Το ξύλο των δέντρων κόβεται και παρασκευάζεται για χρήση ως δομικό υλικό
- συνώνυμο:
- ξυλοκόποσ ,
- ξυλεία
2. An implement used in baseball by the batter
- synonym:
- baseball bat ,
- lumber
2. Ένα εφαρμογή που χρησιμοποιείται στο μπέιζμπολ από το κτύπημα
- συνώνυμο:
- μπέιζμπολ ,
- ξυλοκόποσ
verb
1. Move heavily or clumsily
- "The heavy man lumbered across the room"
- synonym:
- lumber ,
- pound
1. Κινηθείτε βαριά ή αδέξια
- "Ο βαρύς άνθρωπος κατέβηκε στο δωμάτιο"
- συνώνυμο:
- ξυλοκόποσ ,
- λίρα
2. Cut lumber, as in woods and forests
- synonym:
- log ,
- lumber
2. Κόψτε ξυλεία, όπως σε δάση και δάση
- συνώνυμο:
- καταγράφω ,
- ξυλοκόποσ
Examples of using
We need lumber to build a barn.
Χρειαζόμαστε ξυλεία για να χτίσουμε έναν αχυρώνα.
Where can I buy lumber and nails?
Πού μπορώ να αγοράσω ξυλεία και νύχια?