Translation meaning & definition of the word "lumbago" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λουμπάγκο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lumbago
[Λουμπάγκο]/ləmbegoʊ/
noun
1. Backache affecting the lumbar region or lower back
- Can be caused by muscle strain or arthritis or vascular insufficiency or a ruptured intervertebral disc
- synonym:
- lumbago ,
- lumbar pain
1. Πόνος στην πλάτη που επηρεάζει την οσφυϊκή περιοχή ή την κάτω πλάτη
- Μπορεί να προκληθεί από μυϊκή πίεση ή αρθρίτιδα ή αγγειακή ανεπάρκεια ή ρήξη μεσοσπονδύλιου δίσκου
- συνώνυμο:
- λουμπάγκο ,
- οσφυϊκός πόνος
Examples of using
Due to my lumbago, I won't be able to attend Koizumi's party.
Λόγω της οσφυαλγίας μου, δεν θα μπορέσω να παρακολουθήσω το πάρτι του Κοϊζούμι.