Translation meaning & definition of the word "lulu" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λούλου" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lulu
[Λούλου]/lulu/
noun
1. A very attractive or seductive looking woman
- synonym:
- smasher ,
- stunner ,
- knockout ,
- beauty ,
- ravisher ,
- sweetheart ,
- peach ,
- lulu ,
- looker ,
- mantrap ,
- dish
1. Μια πολύ ελκυστική ή σαγηνευτική γυναίκα
- συνώνυμο:
- παραμορφώνων ,
- απατεώνασ ,
- νοκ-άουτ ,
- ομορφιά ,
- καταστρατηγών ,
- γλυκιά μου ,
- ροδάκινο ,
- λούλου ,
- φαινομενικόσ ,
- παραλληλόγραμμο ,
- πιάτο