Translation meaning & definition of the word "lull" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραλήρημα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lull
[Λαγνεύω]/ləl/
noun
1. A pause during which things are calm or activities are diminished
- "There was never a letup in the noise"
- synonym:
- letup ,
- lull
1. Μια παύση κατά την οποία τα πράγματα είναι ήρεμα ή οι δραστηριότητες μειώνονται
- "Δεν υπήρξε ποτέ απογοήτευση στο θόρυβο"
- συνώνυμο:
- αφήνω ,
- λαγνεύω
2. A period of calm weather
- "There was a lull in the storm"
- synonym:
- lull ,
- quiet
2. Μια περίοδος ήρεμου καιρού
- "Υπήρχε ένα νανούρισμα στην καταιγίδα"
- συνώνυμο:
- λαγνεύω ,
- ήσυχο
verb
1. Calm by deception
- "Don't let yourself be lulled into a false state of security"
- synonym:
- lull
1. Ηρεμήστε με την εξαπάτηση
- "Μην αφήνετε τον εαυτό σας να παρασυρθεί σε μια ψεύτικη κατάσταση ασφάλειας"
- συνώνυμο:
- λαγνεύω
2. Become quiet or less intensive
- "The fighting lulled for a moment"
- synonym:
- lull ,
- calm down
2. Να είστε ήσυχοι ή λιγότερο εντατικοί
- "Οι μάχες παραμονεύουν για μια στιγμή"
- συνώνυμο:
- λαγνεύω ,
- ηρέμησε
3. Make calm or still
- "Quiet the dragons of worry and fear"
- synonym:
- calm ,
- calm down ,
- quiet ,
- tranquilize ,
- tranquillize ,
- tranquillise ,
- quieten ,
- lull ,
- still
3. Ηρέμησε ή σταμάτησε
- "Ήσυχοι οι δράκοι της ανησυχίας και του φόβου"
- συνώνυμο:
- ήρεμος ,
- ηρέμησε ,
- ήσυχο ,
- ηρεμώ ,
- ηρεμήστε ,
- ησυχάζω ,
- λαγνεύω ,
- ακόμα