Translation meaning & definition of the word "luggage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "φύλαξη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Luggage
[Αποσκευές]/ləgəʤ/
noun
1. Cases used to carry belongings when traveling
- synonym:
- baggage ,
- luggage
1. Περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά αντικειμένων όταν ταξιδεύετε
- συνώνυμο:
- αποσκευές
Examples of using
"Who's that sleeping?" "Professor Lupin." "How does she know everything?" "It's all written on his luggage" "Is he really sleeping?" "Seems so. Why?"
"Ποιος κοιμάται αυτός?" "Καθηγητής Λούπιν." "Πώς τα ξέρει όλα?" "Όλα είναι γραμμένα στις αποσκευές του", "Είναι πραγματικά κοιμάται?" "Φαίνεται έτσι. Γιατί?"
How much luggage can we take?
Πόσες αποσκευές μπορούμε να πάρουμε?
You have to unpack your luggage for customs inspection.
Πρέπει να αποσυσκευάσετε τις αποσκευές σας για τελωνειακό έλεγχο.