Translation meaning & definition of the word "lug" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγκαλιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lug
[Λουξ]/ləg/
noun
1. Ancient celtic god
- synonym:
- Lug ,
- Lugh
1. Αρχαίος κέλτης θεός
- συνώνυμο:
- Λουξ ,
- Λουγκ
2. A sail with four corners that is hoisted from a yard that is oblique to the mast
- synonym:
- lugsail ,
- lug
2. Ένα πανί με τέσσερις γωνίες που ανυψώνεται από μια αυλή που είναι λοξή στον ιστό
- συνώνυμο:
- λινάτσα ,
- λουγκ
3. A projecting piece that is used to lift or support or turn something
- synonym:
- lug
3. Ένα κομμάτι προβολής που χρησιμοποιείται για την ανύψωση ή την υποστήριξη ή τη μετατροπή κάτι
- συνώνυμο:
- λουγκ
4. Marine worms having a row of tufted gills along each side of the back
- Often used for fishing bait
- synonym:
- lugworm ,
- lug ,
- lobworm
4. Θαλάσσια σκουλήκια που έχουν μια σειρά από φουντωτά βράγχια κατά μήκος κάθε πλευράς της πλάτης
- Συχνά χρησιμοποιείται για το ψάρεμα δόλωμα
- συνώνυμο:
- λαγκαλόρ ,
- λουγκ ,
- λοβόσ
verb
1. Carry with difficulty
- "You'll have to lug this suitcase"
- synonym:
- lug ,
- tote ,
- tug
1. Φέρε με δυσκολία
- "Θα πρέπει να αγκαλιάσετε αυτή τη βαλίτσα"
- συνώνυμο:
- λουγκ ,
- τότε ,
- ρυμουλκώ
2. Obstruct
- "My nose is all stuffed"
- "Her arteries are blocked"
- synonym:
- stuff ,
- lug ,
- choke up ,
- block
2. Εμποδίζω
- "Η μύτη μου είναι γεμάτη"
- "Οι αρτηρίες του είναι μπλοκαρισμένες"
- συνώνυμο:
- πράγματα ,
- λουγκ ,
- πνίγομαι ,
- μπλοκ