Translation meaning & definition of the word "lucy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λουλούδι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lucy
[Λούσι]/lusi/
noun
1. Incomplete skeleton of female found in eastern ethiopia in 1974
- synonym:
- Lucy
1. Ατελής σκελετός της γυναίκας που βρέθηκε στην ανατολική αιθιοπία το 1974
- συνώνυμο:
- Λούσι