Translation meaning & definition of the word "lucid" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λευκό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lucid
[Λευκός]/lusəd/
adjective
1. (of language) transparently clear
- Easily understandable
- "Writes in a limpid style"
- "Lucid directions"
- "A luculent oration"- robert burton
- "Pellucid prose"
- "A crystal clear explanation"
- "A perspicuous argument"
- synonym:
- limpid ,
- lucid ,
- luculent ,
- pellucid ,
- crystal clear ,
- perspicuous
1. (της γλώσσας ) διαφανώς σαφές
- Εύκολα κατανοητό
- "Γραφές σε ένα διαυγές στυλ"
- "Πλούσιες οδηγίες"
- "Πυώδης ρήτρα" - ρόμπερτ μπάρτον
- "Πελλουργική πεζογραφία"
- "Μια απόλυτα ξεκάθαρη εξήγηση"
- "Ένα επιχείρημα επιφυλακτικό"
- συνώνυμο:
- ασταθήσ ,
- διαυγής ,
- πολύτιμος ,
- πελλουσίδου ,
- κρυστάλλινα ,
- εφιδρωτικόσ
2. Having a clear mind
- "A lucid moment in his madness"
- synonym:
- lucid
2. Έχοντας καθαρό μυαλό
- "Μια συνειδητή στιγμή στην τρέλα του"
- συνώνυμο:
- διαυγής
3. Capable of thinking and expressing yourself in a clear and consistent manner
- "A lucid thinker"
- "She was more coherent than she had been just after the accident"
- synonym:
- coherent ,
- logical ,
- lucid
3. Ικανός να σκέφτεται και να εκφράζεται με σαφή και συνεπή τρόπο
- "Ένας διαυγής στοχαστής"
- "Ήταν πιο συνεκτική από ό, τι ήταν αμέσως μετά το ατύχημα"
- συνώνυμο:
- συνεκτικόσ ,
- λογικός ,
- διαυγής
4. Transmitting light
- Able to be seen through with clarity
- "The cold crystalline water of melted snow"
- "Crystal clear skies"
- "Could see the sand on the bottom of the limpid pool"
- "Lucid air"
- "A pellucid brook"
- "Transparent crystal"
- synonym:
- crystalline ,
- crystal clear ,
- limpid ,
- lucid ,
- pellucid ,
- transparent
4. Μετάδοση του φωτός
- Μπορεί να εξεταστεί με σαφήνεια
- "Το κρύο κρυστάλλινο νερό του λιωμένου χιονιού"
- "Κρυστάλλινοι καθαροί ουρανοί"
- "Θα μπορούσε να δει την άμμο στο κάτω μέρος της πισίνας"
- "Πλούσιος αέρας"
- "Ένας πελλουσιδικός σκούπα"
- "Διαφανές κρύσταλλο"
- συνώνυμο:
- κρυσταλλικός ,
- κρυστάλλινα ,
- ασταθήσ ,
- διαυγής ,
- πελλουσίδου ,
- διαφανής